Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

Λιμετέ Ο φουρνος

Τα πρώτα χρόνια τα αδέρφια Κατσαΐτη (Λεωνίδας  Ντινος  )ειχαν εναν μεγάλο φούρνο εργοστάσιο που τροφοδοτούσε με ψωμί πολλά πρατήρια .στο Λιμετέ

Ερχομενοι απο την πόλη περνούσαμε την χωματερή στο αριστερο μας χέρι που πάντα εκαιγε και βρομούσε απαίσια και μετα στριβαμε και μπαίναμε στην μεγαλη ευθεία. Μετα στρίβαμε στο κάθετο δρόμο αριστερά και ο φούρνος ηταν πρός το τέλος δεξιά πισω απο ενα μεγάλο χωράφι. Εδω στον καθετο δρόμο


 Πρωτα πηγε ο θειος Λεωνίδας  με την γυναίκα του Τζένη που βρηκε αλλους συγγενεις που ειχαν προηγηθει.Ακολούθησε ο πατερας μου και το 1960 η μητερα μου κι εγω. Εδω στην φωτογραφία τα δυο αδερφια  με τον τρίτο αδερφό Διονύση (αριστερά) στον προαύλιο χώρο  του εργοστασιου.Οι χρονιες ειναι 1961-1962 Γυρω στα σαραντα ολοι τους.
Οι φωτογραφίες αν και οικογενειακές δείνουν μια αίσθηση εποχής με τα ρούχα τη σταση τις σχέσεις των ανθρώπων.Των Ελληνων σε σχέση με τους Κογκολέζους.Οι Ελληνες στη μεγαλη πλειοψηφία τους ειχαν καλυτερη σχέση με τους Κογκολέζους υπαλλήλους τους, παρα οι Φλαμανδοί Βέλγοι.
Ισως γιατί ερχονταν απο μια Ελλαδα που ειχε περάσει πολέμους, κατοχή και αντίσταση , φτώχια, εμφύλιο. 
Φυσικα οι γενικεύσεις κρύβουν την αλήθεια.Ο πρώτος μου ερωτας (την ζητησα απο τον πατέρα της σε γαμο οταν ειμουν πέντε χρονών ) και καλυτερη μου φιλη , η Σαντάλ, ηταν κόρη ενος Βέλγου και μιάς Κογκολέζας. Εδω μπροστα στο σπιτι μας.Το δικο της ηταν απέναντι στην αριστερη πλευρα του δρομου και ο πατερας της ειχε μια αποθηκη με τεραστια ξυλινα κιβωτια που παιζαμε κρυφτο.
 
Δεν ξερω γιατι σε μια γαλλόφωνη χωρα αποκαλούσαν τους υπηρέτες "Μπόιδες" Αριστερά στην φωτογραφία ο Φρανσουα μαγειρας και γενικών  καθηκόντων ενας υπέροχος ανθρωπος που οι γονείς μου εκτιμούσαν πολύ και στεναχωρήθηκαν οταν εφυγε.
  
 
Το σπιτι μας ηταν μπροστα απο το εργοστάσιο.Λογω των επιθέσεων ενοπλων συμμοριών που ειχαν διασυνδέσεις και με την αστυνομία (κλεφτες και αρματωλοί ) ειχαμε σκυλιά. Αλλα υπήρχε αντιδοτο.
Οι πάνοπλοι ληστές αλειφαν το δέρμα τους με λίπος λεοπάρδαλης και τα σκυλιά υποχωρούσαν φοβισμένα. Ενα απο τα λυκόσκυλα μας η Μακάσι (δυναμη στα Λιγκάλα)ενα καταπληκτικο σκυλι.

 
 Το αλλο μέτρο προφύλαξης ηταν πως ειχαμε κάνει τον χωρο των υπνοδωμάτιων σωστό φρούριο.
Τα παράθυρα χτισμενα με τσιμεντολιθους , η πορτα που οδηγούσε εκει σιδερενια, με σιδερα μεσα στους τοιχους για να μην μπορει να σπασει. Φυσικα το σαλόνι ειχε πέσει στα χέρια των ληστων αρκετες φορές και ειχε λεηλατηθει απο τα λιγοστα επιπλα του.
 
 
Η διανομη του ψωμιου γινοταν με καμιονετες .Πισω η πόρτα της Μπουλανζερι
 
 Οι δυο φοβοι, ηταν η μαλαρια και η ηλιαση. Ο πατέρας μου επαθε ελονοσια και βασανιζόταν μια ζωή. Εγω επαθα ηλιαση και απο τοτε η  μανα μου με κυνηγουσε συνεχεια να φορω αυτο το ηλίθιο καπέλο που φορουσαν ολα τα λευκα παιδια. Θυμαμαι οταν αρωστησα μου εβαζαν αλατόνερο στα αυτια. Ποτε δεν καταλαβα γιατι τα παιδιά φίλοι μου Κοκγολεζοι δεν παθαιναν ηλίαση παρ ολο που δεν ειχαν τριχα στο κεφάλι. Μου ελεγαν πως οι μαυροι εχουν πυκνα σγουρα μαλλια για να τους προστατευουν απο τον καυτο ηλιο. Ομως τα παιδια τα ξυριζαν οπως ακριβως και στην Ελλαδα εκεινη την εποχη.
 
 










 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου